- ὑπεναντιότητα
- ὑπεναντιότηςoppositionfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεναντιότητα — η / ὑπεναντιότης, ητος, ΝΑ [ὑπεναντίος] νεοελλ. (λογ.) η σχέση μεταξύ δύο υπενάντιων κρίσεων αρχ. διαφωνία, αντιλογία («τὸν μέγιστον τάραχον ἐν ταῑς ψυχαῑς αὕτη ὑπεναντιότης παρασκευάσει», Επίκ.) … Dictionary of Greek
υπεναντίωμα — ώματος, τὸ, Α [ὑπεναντιοῡμαι] 1. υπεναντιότητα 2. η αντίφαση κάποιου προς τον εαυτό του … Dictionary of Greek
υπεναντίωσις — ώσεως, ἡ, Α [ὑπεναντιοῡμαι] υπεναντιότητα … Dictionary of Greek